"Έλα σ' εμένα που σε πονώ'' είπε η γυναίκα με τα
σταυρωμένα χέρια
"έλα σ' εμένα που ξέρω τι θα πει πόνος,
εγώ σ' έχω γεννήσει.
Γείρε το κεφάλι σου στον ώμο μου
δίχως να μ' αγαπήσεις πιότερο απ' ότι αγαπάει ένα παιδί την
μάνα
-γιατί αν μ' αγαπήσεις διαφορετικά,
θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα για σ' ένα.
Γείρε το κεφάλι σου επάνω μου και φύσα τον αέρα που σε
πνίγει
δίχως να περιμένεις κάτι περισσότερο από αυτό που έχω να σου
δώσω.
Ποσό βαθιά έχει ριζώσει το όνομα σου και δεν μπορείς να το
ξεχάσεις;
Είναι χτυπημένο στο μέτωπό σου κι εσύ το τρίβεις για να σβήσει μα άδικος ο κόπος.
Ο τρόπος σου δεν είναι ο σωστός.
Εγώ θα σου τον μάθω.
Κλάψε αν θέλεις κι εγώ δεν θα ρωτήσω.
Δε θα σκαλίσω την πληγή.
Όρθια και σιωπηλή θα μείνω.
Έλα.
Έλα απλώς να ξαποστάσεις
και μη γυρέψεις κάτι παραπάνω
αφού πιο πάνω από αυτό δε σου λείπει.
Στο λέω εγώ που ξέρω.
Εγώ είμαι εδώ και σε περιμένω
πάντα είμαι εδώ
στο ίδιο το σημείο
έλα.
Από εσένα εξαρτάται.
Και μη φέρεις τίποτε μαζί σου
γιατί τίποτε δεν είναι αναγκαίο.
Απλώς έλα. Και μείνε εδώ που είμαι.
Για πάντα.
Ακίνητος.
Κι άσε την ζωή να περάσει".